- σαλπιγγωτός
- -ή, -όν, Ακατασκευασμένος σε σχήμα σάλπιγγας («σαλπιγγωτὴ λυχνία», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγξ, -ιγγος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαλπιγγωτόν — σαλπιγγωτός trumpet shaped masc acc sg σαλπιγγωτός trumpet shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)